φυρός

φυρός
-ή, -ό
1. ο ελαττωμένος σε όγκο ή βάρος από εξάτμιση ή τριβή, αυτός που έχει φύρα (βλ. λ.), αυτός που έχει φυράνει, ο φυραμένος, ο λειψός, ο λιπόβαρος: Το σαπούνι όταν ξεραθεί γίνεται φυρό.
2. ο ζαρωμένος, αυτός που μάζεψε, που μπήκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυρός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυρός — ή, ό / φυρός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φύρα, που έχει ελαττωθεί το βάρος του 2. φρ. α) «φυρό μυαλό» αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει άνοια β) «φυρό παράθυρο [ή ξύλο]» παράθυρο [ή ξύλο] που έχει συρρικνωθεί αρχ. ο φυρόχρωμος*.… …   Dictionary of Greek

  • φυρά — φυρός neut nom/voc/acc pl φυρά̱ , φυρός fem nom/voc/acc dual φυρά̱ , φυρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυρούς — φυρός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυρῶν — φῠρῶν , φύρω mix fut part act masc nom sg (attic epic doric) φῡ̱ρῶν , φυράω mixing pres part act masc voc sg φῡ̱ρῶν , φυράω mixing pres part act neut nom/voc/acc sg φῡ̱ρῶν , φυράω mixing pres part act masc nom sg (attic epic ionic) φῡ̱ρῶν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • зефи́р — а, м. 1. трад. поэт. Легкий ветерок. Дышит влагою прохладной Упоительный зефир. Полежаев, Романсы. Приди ко мне, когда зефир Колышет рощами лениво. Кольцов, Приди ко мне… 2. Бельевая хлопчатобумажная ткань. Сорочка из зефира. 3. Сорт легкой… …   Малый академический словарь

  • κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… …   Dictionary of Greek

  • φυροί — Α (κατά τον Ησύχ.) «μολύνει, ῥυποῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω τού επιθ. φυρός] …   Dictionary of Greek

  • φυρόμυαλος — η, ο, Ν αυτός τού οποίου έχει φυράνει το μυαλό, που μιλάει ή ενεργεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. στενό μυαλος (βλ. και λ. φυρός)] …   Dictionary of Greek

  • φυραίνω — φύρανα, φυραμένος 1. αμτβ., γίνομαι φυρός (βλ. λ.), μειώνομαι σε όγκο ή βάρος (ή και στα δύο), παθαίνω φύρα. 2. ζαρώνω, μαζεύω, γίνομαι μικρότερος ή λιγότερος (από την επίδραση ιδίως της θερμότητας), μπαίνω: Φύρανε η πόρτα. 3. γίνομαι ανόητος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”